Aπο την Αρτοτίνα στα Σάλωνα…
Μια νοσταλγική ανάμνηση του μεγάλου Δωριέα λαογράφου Δημήτρη Λουκόπουλου.
Ο Δημήτρης Λουκόπουλος γεννήθηκε στη Αρτοτίνα Δωρίδας, στις 30 Αυγούστου 1874, εκεί έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια κι' έμαθε και τα πρώτα γράμματα. Ήταν το πρώτο, απ' τα εφτά παιδιά, του Αρτοτινού εμποροκτηματία Νικολάκη Λουκόπουλου και της Φροσύνης, το γένος Κόταρη, απ' το Δάφνο, την παλιά Βοστινίτσα.
Αφού συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Σάλωνα (Άμφισσα), γράφτηκε το 1889, σε ηλικία δέκα πέντε χρονών στο Διδασκαλείο της Αθήνας. Στα 1892 βγήκε δάσκαλος και διορίστηκε στη Σαλαμίνα, την ίδια δε χρονιά, πήρε μετάθεση για το Θέρμο (Κεφαλόβρυσο) Τριχωνίδας όπου και υπηρέτησε για 33 χρόνια μέχρι το 1925, με μια ενδιάμεση διακοπή ενός χρόνου που υπηρέτησε στα Γρεβενά σαν Επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων.
Παντρεύτηκε τη Μαρία Βασιλοπούλου κι' απόκτησαν τέσσερα παιδιά.
Το 1925 αποσπάσθηκε στο Ιστορικό Λεξικό και πήγε στην Αθήνα, ένα χρόνο αργότερα τοποθετήθηκε στο Λαογραφικό Αρχείο και στα 1930 στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, μέχρι το θάνατό του, ήταν Γραμματέας της Λαογραφικής Εταιρίας.
Το Μάη του 1943 αρρώστησε ξαφνικά και στις 30 Ιουνίου 1943 πέθανε σε ηλικία 69 χρονών, πικραμένος για τη σκλαβιά της Πατρίδας του.
Οι Αρτοτινοί, άντρες και γυναίκες, θυμούνται με αγάπη και συγκίνηση τον "Λουκοδάσκαλο", τον καταδεκτικό, ευγενικό, απλό, καλοσυνάτο χωριανό τους, τον ακαταπόνητο στρατοκόπο και φυσιολάτρη, χωμένο μέσα στα βιβλία και τα χαρτιά του η να κουβεντιάζει και ν' ακούει τις ιστορίες και τα παλιά τραγούδια των ηλικιωμένων χωριανών, κι΄όπου γάμος, πανηγύρι κι' "αρρεβωνιάσματα", "προζύμια", "γικώματα" κι' όπου "μετζί" και "ζυγιαφέτι ¨να ξεψαχνίζει τους γεροντότερους για παλιά έθιμα, για παραδόσεις, προλήψεις, γνωμικά, παροιμίες και για όλες τις εκδηλώσεις της "τσοπάνικης" και "γεωργικής" ζωής.
Ξεσήκωνε τα μοιρολόγια, απ' τις χαροκαμένες μανάδες, γυναίκες κι' αδερφές, κι' όπου πετύχαινε οργανοπαίχτη καλό και τραγουδιστή, καθόταν κι' έγραφε τους "νηχούς" και τα "λόγια" απ' τ' αθάνατα δημοτικά μας τραγούδια.
Έτσι τον θυμούνται οι Αρτοτινοί, κι' αν κανείς τους ρωτούσε τι κάνει ο Δάσκαλος, αυτοί απαντούσαν : "...γράφ' για τα ..τόπια".
Τα Έργα του.
Τελειώνοντας το σύντομο αφιέρωμά μας στον μεγάλο Δωριέα Λαογράφο, τον αείμνηστο Δημ. Λουκόπουλο, θ'αναφερθούμε στα, κατά καιρούς, εκδοθέντα βιβλία του.
- "Ακολουθία και βίος του Οσιομάρτυρος Ιακώβου του νέου" - 1894
- "Σύμμεικτα λαογραφικά Μακεδονίας" - 1917
- "Σύμμεικτα Αιτωλικά λαογραφικά" - 1921
- "Αιτωλικαί οικήσεις, σκεύη και τροφαί" - 1925
- "Φως από τους μύθους μας Α'" - 1926
- "Φως από τους μύθους μας Β'" - 1926
- "Ποιά παιχνίδια παίζουν τα Ελληνόπουλα" - 1926
- "Πως υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί" - 1927
- "Ποιμενικά της Ρούμελης" - 1930
- "Στ' Άγραφα" - 1930
- "Ο Ρουμελιώτης καπετάνιος του 1821 Ανδρίτσος Σαφάκας και το αρχείο" - 1931
- "Στα βουνά του Κατσαντώνη" - 1934
- "Σύμμεικτα λαογραφικά Αιτωλίας" - 1937
- "Γεωργικά της Ρούμελης" - 1938
- "Νεοελληνική μυθολογία" - 1940
Πέρα απ' τα έργα του που εκδόθηκαν υπάρχουν και πολλά ανέκδοτα, που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά και εκτός απ' τα βιβλία, έγραψε πάμπολλα άρθρα και μελέτες που δημοσιεύτηκαν, κατά καιρούς, σε εφημερίδες και περιοδικά.
Τέλος, με την ευκαιρία, θα αναφέρουμε πως, μια αδερφή του μεγάλου μας Λαογράφου, είχε παντρευτεί τον Λιδορικιώτη Γιατρό Δημ. Κυριαζή, και έμενε στο χωριό μας ……K.-
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ
Πάνω από σαράντα πέντε χρόνια πάνε από τότε που είχα τελειώσει το Δημοτικό σχολείο κι' ήμουν δώδεκα χρονών παιδί. Ελληνικό σχολείο στο χωριό μου δεν είχαμε κι 'επρεπε να ξενητευτώ από τόσο μικρός. Η μητέρα μου έλεγε στον πατέρα να βρει κάνα σπίτι στο Λιδωρίκι για να με βάλει οικότροφο, αλλ'αυτός δεν ήθελε. Λογάριαζε να με πάει στα Σάλωνα και να με δώσει σ' ένα θείο μου παπά, να μαθαίνω γράμματα και να ξελειτουργάω κιόλας.
Περίμενα και πως περίμενα το Σεπτέμβριο για να με πάει, η χαρά μου δεν ήταν που θα πήγαινα στο Ελληνικό σχολείο, αλλά γιατί θα ταξίδευα, το είχα μαράζι να ταξιδέψω, να ιδώ καινούριους τόπους κι' άλλα χωριά.
Γυρίζοντας ο πατέρας μου απ' το παζάρι της Νταουκλής - έτσι λέγαν τότε το παζάρι της Υπάτης - πήρε τα δυο μουλάρια μας, για να ψωνίσει κιόλας, πήρε και μένα και πάμε.
Περάσαμε τις Σαίτες πρώτα, ένα απ' τα παραποτάμια που σμίγουν και φτιάνουν το Φείδαρη. Άκουα Σαίτες και πριν, μα έλεγα πως θα πρόκειται για τίποτα σαίτες απ' αυτές που φτιάναμε εμείς τα παιδιά και παίζαμε. Όταν είπα στον μακαρίτη τον πατέρα μου πως φανταζόμουν τις Σαίτες, ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
- Βρε κουτέ, λέει, σαίτα λεν και μια λωρίδα χωράφι. Τούτο το ποτάμι απ' αυτή τη σαίτα πήρε το όνομα. Εκεί δα στην ακροποταμιά ο μακαρίτης ο...είχε δυο σαίτες χωράφι. Έλεε εκείνος: "πάω στις σαίτες, είπαν και οι άλλοι: στις Σαίτες, το πήρε και το ποτάμι το όνομα.
Αυτά λέγαμε κι είχαμε πάρει ένα ανήφορο την πέρα μεριά της ακροποταμιάς, που θα μας έβγανε στον Άι Λιά. Περνώντας τις Σαίτες, θέλεις μισή ώρα ωσπού να βγεις στη ράχη παραπάνω, κι ο δρόμος σου θα είναι ανάμεσα σε δάσος από γερασμένα έλατα. Ούτε που καταλαβαίνεις όμως πως βγάζεις κείνον τον ανήφορο, σε ξεκουράζουν οι βόλτες που κάνει η στράτα πέρα δώθε. Έτσι άκοπα βρεθήκαμε στο ξέφαντο, στη ράχη. Κοιτάζω για Άι Λιά, πουθενά Άι Λιάς. Ρωτάω τον πατέρα μου μη τυχόν τον προσπεράσαμε και κείνος μου 'δειξε ένα σωρό πέτρες γι Άι Λιά. Πήγα, ανάμεσα απ' τις πέτρες ξεχώρισα τα παλιοθέμελά του και εκεί κοντά του δυο τρεις αρχαίους τάφους ανοιχτούς. Μακρυά πέτρα από δω, άλλη από κει, και δυο κοντές στο κεφάλι και στα πόδια, να ο τάφος.
Σαν είδε ο πατέρας μου πως τον κοίταζα με περιέργεια - Μνήματα, λέει, απ' τον καιρό των Ελλήνων. Ήταν ο τόπος τότε γιομάτος από Ελλήνους, κάτι άντρες ψηλούς ως εκεί πάνου αλλά τους χάλασε ο Θεός. Ένα κουνούπι έστελνε, λαλούσε το κουνούπιστ' αυτί τους κι' απόθαιναν. Ήξεραν αυτοί πως τους περιμένει ο θάνατος κι έφτιαναν από μόνοι τους το μνήμα που θα τους έθαφταν. Έπαιρναν το πιάτο τους, το μπότι τους για νερό, τι κάθε τι χρειαζούμενο, έμπαιναν καθένας μέσα στο μνήμα του και περίμενε. Ακούοντας το κουνούπι πέθαιναν.
Απ' τον Άι ΄Λια και πέρα παύει η μεγάλη ανηφοριά. Πας ίσια, περνάς ρεματάκια, καβαλάς ραχούλες και σε μισή ώρα φτάνεις στης Κρέκιζας το βελούχι.
Τι πολύ και κρύο νερό!
Παραπάνω είναι ο Κωσταρτσιώτικος Άι Λιας, χαμηλότερα η Κρέκιζα, ένας μικρός διάσελος, δεξιά του πιάνεται ένα βουνό όλο έλατα, αριστερά του άλλο, πιο ψηλό και γυμνό. Πάει, πάει τον ανήφορο ως τα ουράνια, εκεί που τελειώνει το βουνό είναι ίσιωμα, το Νεραϊδάλωνο. Το βλέπαμε κι απ' το χωριό το Νεραϊδάλωνο, είναι η τρίτη, αλλά και χαμηλότερη κορφή του Βαρδουσιού.
- Νεραϊδάλωνο!
- Ναι, Νεραϊδάλωνο, έκαμε ο πατέρας. Στον Άι Κωνσταντίνο το δικό μας, τον πιάνουν το χορό αυτές οι Κυράδες, οι Νεράϊδες. Το γιοματάκι τον πιάνουν κι έπειτα παίζοντας τα νταούλια τους και τραγουδώντας κατεβαίνουν ολόρεμα, και πέφτουν στο ποτάμι, τις Σαίτες. Πλένουν τα ρούχα τους, τ' απλώνουν στον ξεριά, λούζονται, χτενίζονται. Όλο το μεσημέρι το περνάνε στο ποτάμι. Σαν έρθει το δειλινό, παίζοντας και πάλι τα όργανα, παίρνουν τον ανήφορο και βγαίνουν στο Νεραϊδάλωνο κι εκεί στρώνουν το χορό. Ως το βράδυ χορό. Την άλλη μέρα τα ίδια.
Δυο κόσμους χωρίζει η Κρέκιζα, τον ένα του χωριού μου τον κόσμο με τα βουνά του, τη Σιτίστα παραπέρα, και βαθιά πολύ βαθιά κάτω, το Φείδαρη με τα παραποτάμια του π' αφήναμε πίσω μας. Και τον άλλο, τον καινούριο για μένα κόσμο, που ξανοίγεται μπρός μου. Και να: Αριστερά μας πρόβαλε ένας ζυγός ψηλός και μακρύς πολύ, πιασμένος απ' τα Βαρδούσια. Είναι τα Μετερίζια με τα χλοϊσμένα λιβάδια τους που βόσκουν τα Βοστινιτσιώτικα τα πρόβατα.
Εκεί που ο ζυγός αποσώνεται, είναι σηκωμένη μια κορφή που μοιάζει σαν κεφάλι σκουφωμένο, αποκάτω της ένα χωριό το Κλήμα. Παραπέρα άλλα βουνά που μόλις τα ξεχωρίζεις τυλιγμένα όπως είναι στην καταχνιά τους, στου Λιδωρικιού τα μέρη εκείνα.
Δεξιότερά τους, τα προβούνια του Τρίκορφου. Παραδώθε μια ράχη που πιάνεται απ' το Βοστινιτσιώτικο τόπο, πάει..πάει και δεν αποσώνεται.
Ο πατέρας μου την είπε Μακριά ράχη, αν ήταν χειμώνας λέει, αυτή θα παίρναμε κορφή - κορφή της, πηγαίνοντας θα πέφταμε εκεί που σμίγει το Γρανιτσόρεμα με τον Κόκκινο.
Δεξιά απ' τη Μακρυά Ράχη, φαινόταν και το Βλαχοβούνι. Την Πενταγιού όμως που είναι στης ποδιάς του τον κόρφο, μας την κρύβει της Κωστάρτσας το βουνό. Όλος αυτός ήταν ο καινούριος κόσμος για μένα και σαν σ' ένα πανόραμα ο μακαρίτης ο πατέρας μου έκανε και το πρώτο μου μάθημα της Γεωγραφίας. Απ' την Κρέκιζα κι εκείθε, όλο και κατεβαίνει η στράτα, περνάει ρέματα, υπερβαίνει ραχούλες, ωσπού σε βγαίνει στο χωριό. Κατώστρατα μας ακολουθεί και τ' αυλάκι που πάει το νερό του Βελουχιού στην Κωστάρτσα και ποτίζει τους κήπους.
Τα πρώτα σπίτια της τα είδαμε και πριν φτάσουμε τα άλλα τα κρύβει μια χαμηλή ράχη.
- Να η Απάνω Κωστάριτσα, λέει, ο πατέρας μου, ευθύς που μπήκαμε.
Εγώ κοιτούσα το χωριό με μεγάλη περιέργεια. Απαράλλαχτη σαν την Αρτοτίνα, το χωριό μου, μου φάνηκε κι η Κωστάριτσα. Σπίτια λασπότοιχα με γαλαζόπετρα και ξυλοδέματα εκεί, το ίδιο κι εδώ. Τους ίδιους κήπους τα ίδια οπωρικά. Σοκάκια, στενά, ξεροτοιχιές, φράχτες, γουρούνια, κότες μαρτίνια ανάκατα, σα να βρισκόμουν στον Κάτω Μαχαλά της Αρτοτίνας μου φαινόταν.
Στον πάτο στο χωριό όπου μας έβγαλαν τα σοκάκια, είναι τα μαγαζιά, εκεί κουτσόπιναν οι Κωσταριτσιώτες τρώγοντας και κοκορέτσια. Οι πιο πολλοί τους ξενιτεύονται στην Αθήνα, και τώρα που δεν τελείωσε το καλοκαίρι ακόμα, κι είναι εδώ για να πίνουν το κρύο νερό, αυτή τη δουλειά κάνουν απ' το πρωί ως το βράδυ.
Μας σταμάτησαν, όπως θα σταματούσαν και κάθε άλλον που τυχόν θα περνούσε απ' το χωριό τους για να τον φιλέψουν. Η φιλοτιμία και φιλοξενία στο χωριό είναι νόμος.
Τέταρτο παρακάτω και πέρα απ΄το ρέμα, είναι το Κάτω Χωριό ή Κάτω Κωστάριτσα. Πολύ σωστά μετονόμασαν το χωριό τους οι Κωσταριτσιώτες Διχώρι. Το ίδιο σχολειό και την ίδια εκκλησιά έχουν τα δύο χωριά. Και τα δύο τ' αφήνουμε στην Απάνω Κωστάριτσα. Τα παλιότερα όμως τα σπίτια και πολλές καστανιές τα έχει η Κάτω Κωστάριτσα. Από το Κάτω χωριό φαίνεται και η Βοστινίτσα σαν φωλιά φτιαγμένη σ' ένα κόρφο που γίνεται ανάμεσα από τα τριγύρω βουνά.
Βλέποντας αριστερά μας τη Βοστινίτσα πήραμε κατήφορο ως μια ώρα. Εκεί π' αποσώνεται ο κατήφορος ξεμυτίζει ένα ρέμα από δεξιά, βρίσκει τον Κόκκινο που κατεβαίνει απ' τη Βοστινίτσα και τον σμίγει. Στη σμίξη τους υψώνεται ένα βουναλάκι σαν πυραμίδα στην κορφή του είναι παλιό κάστρο, ο "Παλιόπυργος", το λένε.
- Του Ελλήνου κάστρο, άκουσα απ' τον πατέρα μου.
Απ' αυτού και πέρα ισιάζει ο δρόμος γιατί όλο ξέρια ποταμού, ούτε πολύ ούτε λίγο ξεριά, δυό ολάκερες ώρες τραβηχτές. Και δεν βλέπεις, τίποτα άλλο παρά άμμο, στρογγυλόπετρες, στουρναρόλιθα πλατάνια και βουνοπλαγιά από δεξιά κι' αριστερά με δάσος πυκνό από δέντρα, αριές, κουμαριές και ρείκια.
Ακόμα καλοκαίρι, κι' όμως το νερό του ποταμιού είναι πολύ και θολοκόκκινο, όπως τον χειμώνα, με το να περνάει από κοκκινοχώματα.
- Γι' αυτό το είπαν και Κόκκινο, μου είπε ο πατέρας.
Ωσπού να το βγάλωμε τον ξεριά είχαμε αφήσει δεξιά μας τρία χωριά, το Νούτσομπρο - τώρα Ψηλό χωριό - τα Δρεστενά και την Πενταγιού. Τα δύο πρώτα τα είδα, γιατί φαίνονται απ' το ποτάμι, το τρίτο μου 'δειξε ο πατέρας μου που είναι, όταν είχαμε διαβεί εκεί που σμίγει ο Κόκκινος με το Πενταγιόρεμα.
Πριν τον βγάλουμε τον Κόκκινο, πήραμε αριστερά το τελευταίο πλάι της Μακριάς Ράχης - στα Πίσω Χωράφια, το λένε εκεί - κι' έπειτα πέσαμε στη σμίξη του με το Γρανιτσόρεμμα. Πίσω μας φαντάζει τώρα η Γρανίτσα κάτω από δυο βράχους που μοιάζουν κάστρα, παρεμπρός, όπου πάμε, ακολουθώντας μυλαύλακο, ακόμα και τώρα σώζονται τα θεμέλια του παλιού χανιού που άφησε και παροιμία.
- Του Σκορδά το Χάνι, είπε ο πατέρας. Καλή αντάμωση στου Σκορδά το Χάνι.
Που να δώσω προσοχή εγώ τόσο μικρός τότε σε παροιμίες. Απ' του Σκορδά το Χάνι και πέρα ημερεύει ο τόπος, ισιάζει πιο πολύ η στράτα και λες πως είσαι σε κάμπο, ενώ βαδίζεις κατά την ομαλή αριστερή ακροποταμιά. Σε λίγο ο Κόκκινος εκεί που πλησιάζει να σμίξει το Μέγα το ποτάμι πλαταίνει, γίνεται απέραντος ο ξεριάς του.
Περνώντας του Αγά το Κοτρώνι, όπου σήμερα έγινε η γέφυρα του αμαξωτού δρόμου που πάει στον Έπαχτο, είδαμε αριστερά μας ένα βουναλάκι. Στην κορφή του φαίνεται ένα παλιό κάστρο, με πύργο απ' του Ελλήνου και του Βενετσάνου τον καιρό.
- Την πίσω μεριά του είναι το Βελούχοβο (αρχαίο Κάλλιο) με το πολύ νερό που βγαίνει στη ρίζα του ορθόκοφτου βράχου, κι' άκουσε και την ιστορία του, είπε ο πατέρας.
- "Η Ωριά του κόσμου, η βασιλοπούλα, σ' αυτό το κάστρο μέσα κατοικούσε. Δυο βασιλόπουλα, και τα δυο αδέρφια, ζητούσαν να την πάρουν γυναίκα.
- Εσύ, λέει, η Ωριά στον έναν αδερφό, θα πας στο Νεζερό και θα φέρεις το νερό, κι' εσύ, λέει στον άλλον, θα χτίσεις κάστρο στην κορφή στο βουναλάκι. Όποιος από τους δυο σας τελειώσει πρώτος τη δουλειά του, κείνος θα είναι και ο άντρας μου. Πάει ο πρώτος αδερφός στο Νεζερό, πήρε το νερό και το έφερνε με υδραγωγείο. Ξέσπασε το νερό στον κάμπο της Λαμίας κι' έπειτα ψηλά στα Μετερίζια, αλλά και τις δυο φορές το βούλωσε κι ερχόταν μια χαρά.
Μα κι' ο δεύτερος δεν σταύρωσε τα χέρια, άρχισε να χτίζει το κάστρο με τετράγωνα μάρμαρα. Χτίσε, χτίσε, μια πέτρα έλειπε ακόμα κι' η δουλειά θα τέλειωνε, πριν το νερό φτάσει στο Νεζερό.
- Άφες με, να πέσω στα γόνατά σου και ν' αποκοιμηθώ λιγουλάκι, λέει στην Ωριά, η δουλειά σαν τελειωμένη είναι, κι' αυτή τον άφησε. Μα δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και το νερό νάτο κι' έφτασε στο Βελούχοβο.
Ββββ..ακούστηκε βοή και κακό. Ξύπνησε ο πρώτος, μα τι τ' όφελος, το στοίχημα το κέρδισε ο αδερφός του.
Από την πίκα του κι' αυτός αρπάζει την τελευταία τετράγωνη πέτρα για να τον σκοτώσει. Φεύγει κείνος τον κατήφορο κατά τον κάμπο της Βελάς πέρα. Του τό 'ριξε το μάρμαρο, μα δεν τον πέτυχε, είχε προσπεράσει. Αν περάσης ποτέ στο χωριό του Μαλαντρίνου, θα την ιδής πανώδρομα, την τετράγωνη αυτή πέτρα. Από τότε μένει εδεκεί.
Ώσπου να διηγηθεί ο πατέρας μου την παλιά αυτή ιστορία, είχαμε φτάσει στο Στενό.
Όνομα και πράμα στενό. Από δω ο βράχος, αποκεί βράχος κι' ανάμεσα να περνάει το ποτάμι, ο Δάφνος. Στους βράχους τούτους σφηνωμένο στέκεται ακόμα και σήμερα ένα παλιό γεφύρι, καμάρα ασβεστόχτιστη από τον καιρό του Βενετσάνου. Σήμερα έγινε άλλο γεφύρι, ψηλότερα απ' αυτό για να περνάει ο αμαξόδρομος Λιδωρικίου Ναυπάκτου. Το κλειδί σ' όλη την επαρχία της Δωρίδος είναι το Στενό. Εδώ σταυρώνονται όλοι οι δρόμοι της.
Την πέρα μεριά του παλιού γεφυριού, στο βράχο, είναι κόνισμα. Κάνουν σταυρό του ρίχνουν τον οβολό τους όσοι περνούν. Αποπέρα, κατά του Λιδωρικού το μέρος στο ριζόβραχο, είναι παλιό καλντερίμι.
Τό φτιασε ο Κόταρης, ήταν παλιός Βουλευτής, είπε ο πατέρας, για να γλυτώνει απ' την πλημμύρα του ποταμού ο κόσμος, γιατί το ποτάμι όταν ήταν κατεβασμένο έφτανε ως τα ριζόβραχα. Σε τούτο το καλντερίμι είδα πρώτη φορά στη ζωή μου και τηλέγραφο.
Στύλος εδώ, στύλος παραπέρα, όλο στύλοι στην αράδα, στην κορφή στον κάθε στύλο μπηγμένο από ένα πήλινο κανατάκι, από κανατάκι σε κανατάκι σύρμα συγκρατητό, να η πρώτη μου εντύπωση. Ο πατέρας είπε:
- Πάει τα χαμπέρια από ένα μέρος σ' άλλο ο τηλέγραφος.
Τον ρώτησα πως, μα δεν ήξερε να μου πη.
Με τη φαντασία μου εγώ τότε, έλεγα πως κρεμούν το γράμμα στο σύρμα και πως το σύρμα το τραβάει και το πάει από το ένα μέρος στο άλλο. Ένα μόνο δεν μπορούσα να καταλάβω, πως το γράμμα περνάει από το ένα κανατάκι στο άλλο, και γιατί χρειάζονται αυτά τα κανατάκια.
Απ' το Στενό και πέρα μαζί με το σύρμα πάμε στο Λιδωρίκι. Απ' αριστερά μας η Γκιώνα, άγριο και θεόρατο βουνό, όπως είναι νόμιζα πως θα πέσει να μας πλακώσει. Ανάμεσα απ' αυτή και τα Βαρδούσια ξεμυτίζει ο Δάφνος, το μέγα Ποτάμι, όπως λέει κι' ο κόσμος. Κοντά στο Στενό το σμίγει η Μπελεσίτσα του Λιδωρικού που έρχεται από του Μαλαντρίνου.
Περάσαμε και τα Χάνια που είναι ακόμα πέρα απ' το Στενό, περάσαμε ανάμεσα στα Λιδωρικιώτικα τ' αμπέλια, πήραμε τον ανήφορο και βγήκαμε στο Λιδωρίκι.
Μια σειρά σπίτια, όλα στη γραμμή με μαγαζιά αποκάτω αποπέρα και αποδώθε από το ρέμα που περνάει καταμεσής στο χωριό. Τα σπίτια δίπατα και τρίπατα, ασβεστόχτιστα τα πιο πολλά, αυτό ήταν και είναι ακόμα το Λιδωρίκι.
Στη μέση του μια πλατείτσα, όσο ένα αλώνι, γύρω τα καφενεία, η μια της άκρη η Βαθιά (βρύση), κοντά στη Βαθιά ένα παλιό φουντωτό πλατάνι, αποκάτω τραπέζια που κάθονται οι χασομέρηδες, αυτό είναι το παραπανίσιο απ΄το δικό μου χωριό και σ' αυτό και στα πολλά μαγαζιά καυχώνται οι Λιδωρικιώτες και λεν πως το Λιδωρίκι τους είναι πόλη, ας είναι και μικρότερο απ' την Αρτοτίνα.
Παραπάνω λίγο απ' τη Βαθιά, το χάνι του Γιαλακίδη. Το θυμάμαι καλά, εκεί ξενυχτήσαμε κείνο το βράδυ. Ακόμα και τώρα δε φεύγει απ' τη μύτη μου μια παράξενη βρώμα του χανιού και ποτέ δεν λησμονώ τον άσχημο ύπνο που έκαμα πάνω σ' ένα πάγκο.
Ύστερα απ' τα μεσάνυχτα ξυπνήσαμε, Θεέ μου τι σκοτάδι! Αν δεν είχαμε τα ζώα ούτε και θα μπορούσαμε να βγάλωμε ένα ολόμπηχτο ανήφορο που πήραμε, όλο πέτρα και πουρνάρι. Να πας, να πας και να μη σώνεται αυτός ο ανήφορος. Να 'χεις τη νύστα, να χεις και το φόβο μη σκοντάψει το μουλάρι και σουροβολιαστής χάμω.
Σκαλί την ονόμασε αυτή τη στράτα ο πατέρας, και τότε πρώτη φορά κατάλαβα τι θα πει σκαλί, γιατί εμείς στο χωριό μας δεν έχουμε πετρωτό τόπο όπως στο Λιδωρίκι, για να χωμε και σκαλιά. Το Σκαλί μας έβγαλε σε βουνό, τον Πλατό, κι' απ' τον Πλατό ισιάσαμε για τις Καρούτες. Δεν το είδα αυτό το χωριό ποτέ, γιατί περάσαμε νύχτα.
Φέξαμε στο Δώθε Καρουτιανό Κάμπο και με τον ήλιο είχαμε βγάλει και τον Πέρα, έπειτα φτάσαμε στο Καρουτιανό Χάνι, στον Έλατο.
Όλο έλατα από γύρω, μαύρα σαν πίσσα, ένα χανάκι, ισόγειο κι' ο χανιάτης με μια συγγούνα μαύρη και φλοκωτή σαν να'ναι γυναίκα, αυτή είναι η πρώτη μπυ εντύπωση για το χάνι. ΄Ενα τέταρτο παραπέρα απ' το χάνι είναι διάσελος, ο Έλατος αποδώ φάνηκε ένα ψηλό και περήφανο βουνό, ο Παρνασσός. Στα ριζά του κάτω ένας κάμπος όλο ελιές, ο Σαλωνίτικος. Κατά το δώθε ρίζωμα, όπου ο έλατος, πολλά σπίτια.
- Ο Σάλωνας, είπε ο πατέρας..
Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα πόλη και μου έκαμε μεγάλη εντύπωση...
("ΗΩΣ" Ιανουάριος 1940)
URL: http://lidoriki.blogspot.com/2012/01/blog-post_6769.html